σοκολάτα

σοκολάτα
η шоколад (тж. напиток);

από σοκολάτα — из шоколада, шоколадный;

σοκολάτα γάλακτος — молочный шоколад;

πλάκα σοκολάτας — плитка шоколада


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σοκολάτα" в других словарях:

  • σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… …   Dictionary of Greek

  • σοκολάτα — η (λ. ισπαν.) 1. είδος γλυκίσματος. 2. ποτό που περιέχει σοκολάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Mikro — Origin Thessaloniki, Greece Genres Electropop Trip hop Drum n bass Easy Listening Dance Years active 1998 present Labels …   Wikipedia

  • σοκολατάκι — το, Ν 1. μικρή σοκολάτα 2. στον πληθ. τα σοκολατάκια είδος ζαχαροπλαστικής παρασκευασμένο σε μικρούς κύβους ή άλλου σχήματος μικρά τεμάχια από σοκολάτα με ή χωρίς ειδική γέμιση, που διατίθενται στο εμπόριο συσκευασμένα σε κουτιά ή χύμα …   Dictionary of Greek

  • σοκολατένιος — και τσοκολατένιος, α, ο, Ν 1. παρασκευασμένος από σοκολάτα 2. αυτός που έχει το χρώμα τής σοκολάτας, σοκολατής 3. φρ. «σοκολατένιος στρατιώτης» στρατιώτης ο οποίος κατά τον πόλεμο παραμένει στα γραφεία τών μετόπισθεν, άμαχος, αλλ. κουραμπιές.… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Michalis Fakinos — Born 1940 Athens, Greece Occupation writer, journalist Nationality Greek …   Wikipedia

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… …   Dictionary of Greek

  • καπουτσίνος — (I) και καπουκίνος, ο καθολικός μοναχός τού τάγματος τού αγίου Φραγκίσκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappuccino < cappuccio «κουκούλα»]. (II) ο καφές με γάλα σε αφρώδη μορφή πασπαλισμένος μερικές φορές με σοκολάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappuccino] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»